άκομψος

άκομψος
-η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν είναι κομψός, ο άγαρμπος: Το ντύσιμό της είναι πολυτελές αλλά άκομψο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄκομψος — unadorned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκομψος — η, ο (Α ἄκομψος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν είναι κομψός, άχαρος, ακαλαίσθητος αρχ. 1. αστόλιστος, ακαλλώπιστος 2. αγροίκος, άξεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κομψός. ΠΑΡ. νεοελλ. ακομψία] …   Dictionary of Greek

  • ἀκομψότερον — ἄκομψος unadorned adverbial comp ἄκομψος unadorned masc acc comp sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκομψότατον — ἄκομψος unadorned masc acc superl sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμψως — ἄκομψος unadorned adverbial ἄκομψος unadorned masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκομψον — ἄκομψος unadorned masc/fem acc sg ἄκομψος unadorned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμψου — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμψους — ἄκομψος unadorned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμψων — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκόμψῳ — ἄκομψος unadorned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”